τριέλιξ

τριέλιξ
τρι-έλικτος, u. τρι-έλιξ, ικος, dreimal gewunden, Beiwort einer Schlange; ἰχνοπέδη, dreidrähtige Schlinge; τριέλικτον νῆμα δινεῦσαι Μοῖραι, den die drei Parzen drehen, spinnen; ϑώρακες, von der dreifachen Balkenverbindung des Schiffes

Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Schlagen Sie auch in anderen Wörterbüchern nach:

  • τριέλιξ — ικος, ή Α αυτή που έχει τυλιχθεί τρεις φορές. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * + ἕλιξ, ἡ, «έλικας» (πρβλ. τετρα έλιξ)] …   Dictionary of Greek

  • έλικας — ο και έλικα, η (ΑΜ ἕλιξ, η Α και εἷλιξ, η) 1. σπειροειδής, κουλουριαστή γραμμή 2. κόσμημα σε σχήμα έλικα, βραχιόλι, δαχτυλίδι, σκουλαρίκι 3. το σχήμα με τις συστροφές τού όστρακου τού κοχλία 4. οι συστροφές τών εντέρων 5. νηματοειδές τμήμα τού… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”